στερεοελλαδίτικος

στερεοελλαδίτικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει στη Στερεά Ελλάδα ή προέρχεται απ΄αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερεοελλαδίτικος — η, ο, Ν [Στερεοελλαδίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Στερεά Ελλάδα ή στους Στερεοελλαδίτες 2. αυτός που προέρχεται από τη Στερεά Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • στερεοελλαδικός — ή, ό, Ν στερεοελλαδίτικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”